φέρνομαι

φέρνομαι
φέρνομαι, φέρθηκα, φερμένος βλ. πίν. 227
——————
Σημειώσεις:
φέρνω, φέρνομαιφέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω.
Σημαίνει συνήθως έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι σημαίνει θεωρούμαι ή αναφέρομαι ως...
Μαζί με το φέρνομαι έχει και την έννοια συμπεριφέρομαι.
Η μτχ. φερμένος απαντάται μόνο με την έννοια αυτός που έχουν φέρει από κάπου.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιδιαρίζω — φέρνομαι σαν παιδί: Έγινες ολόκληρος άντρας κι ακόμα παιδιαρίζεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρνω — φέρνω, έφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρομαι — φέρομαι, φέρθηκα βλ. πίν. 218 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρω — φέρω, έφερα βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανδραΐζομαι — ἀνδραΐζομαι (Μ) ντύνομαι και φέρνομαι σαν άντρας …   Dictionary of Greek

  • ασκυβάλιστος — η, ο (AM ἀσκυβάλιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν περιέχει σκύβαλα (για σιτηρά, καρπούς κ.λπ.) αρχ. μσν. εκείνος τον οποίο δεν τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση («ἀσκυβάλιστος Ἐκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκυβαλίζω «θεωρώ κάποιον ή κάτι ως… …   Dictionary of Greek

  • δολιεύομαι — (AM δολιεύομαι) φέρνομαι δόλια, με πανουργία αρχ. βλάπτω κάποιον με δόλο …   Dictionary of Greek

  • δολιώ — δολιῶ ( όω) (Α) 1. φέρνομαι σε κάποιον με πανουργία 2. είμαι δόλιος, πανούργος …   Dictionary of Greek

  • δυστροπώ — ( έω) είμαι δύστροπος, φέρνομαι δύστροπα …   Dictionary of Greek

  • σοβαρεύομαι — σοβαρεύομαι, σοβαρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σοβαρεύω, σοβαρεύομαι : η έννοια διαφοροποιείταιαπό την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το σοβαρεύω σημαίνει → γίνομαι σοβαρός ή παίρνω σοβαρό ύφος. Το σοβαρεύομαι σημαίνει φέρνομαι, ενεργώ με… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”